- παρισθμιον
- παρίσθμιονπαρ-ίσθμιοντό1) анат. миндалевидные железы Arst.2) pl. воспаление миндалевидных желез Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρίσθμιον — fauces neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρισθμίοις — παρίσθμιον fauces neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρισθμίοισι — παρίσθμιον fauces neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρισθμίοισιν — παρίσθμιον fauces neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρισθμίων — παρίσθμιον fauces neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρίσθμια — παρίσθμιον fauces neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρίσθμιος — ια, ιο / παρίσθμιος, ία, ιον, ΝΑ αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κοντά σε ισθμό και κυρίως κοντά στον Ισθμό τής Κορίνθου νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παρίσθμια ανατ. τα πλάγια μέλη τής σαρκώδους υπερώας τού στόματος ανάμεσα στις παρίσθμιες … Dictionary of Greek
σάρκινος — η, ο / σάρκινος, ίνη, ον, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από σάρκα ή ο όμοιος με σάρκα, ο σαρκώδης («καὶ τὸ μὲν διφυὲς τοῡ στόματος παρίσθμιον, τὸ δὲ πολυφυὲς οὖλον σάρκινα δὲ ταῡτα», Αριστοτ.) μσν. φρ. «σάρκινος ἤτοι γυργαθός» πιθ. καλάθι, σαργάνη*… … Dictionary of Greek
παρίσθμι' — παρίσθμια , παρίσθμιον fauces neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)